- προρρήσεις
- πρόρρησιςpredictionfem nom/voc pl (attic epic)πρόρρησιςpredictionfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόρρηση — η / πρόρρησις, ήσεως, ΝΑ [προλέγω] η πρόγνωση τού μέλλοντος, προφητεία αρχ. 1. συμβουλή που δίνεται σε κάποιον από πριν («μάχης δὲ οὐκ ἦρχον δεδιότες οἱ στρατηγοὶ τὴν πρόρρησιν τῶν Ἀθηναίων», Θουκ.) 2. προκήρυξη 3. (ρητ.) προεισαγωγικός… … Dictionary of Greek
Αγαθάγγελος — I (; – Αδριανούπολη 1832).Οικουμενικός πατριάρχης (1826 30) από την Αδριανούπολη. Έγινε μοναχός στη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους και στις αρχές του 18ου αι. στάλθηκε ως προϊστάμενος στο ιβηρικό μετόχι της Μόσχας. To 1815 χειροτονήθηκε μητροπολίτης … Dictionary of Greek